Ένα από τα πιο σημαντικά όργανα της αρχαιότητας και αυτό που είχε τον μεγαλύτερο σεβασμό από τους κατοίκους της Αρχαίας Ελλάδας, είναι η λύρα. Η επικρατέστερη μορφή της, και η αρχαιότερη συνάμα, είναι αυτή που ονομάζεται Χέλυς, που όπως μας εξηγεί και το όνομά της, σχετίζεται με τη χελώνα. Χέλυς στα αρχαία Ελληνικά είναι η χελώνα. Αυτή η συσχέτιση, γίνεται, διότι ως ηχείο, στη συγκεκριμένη λύρα χρεισιμοποιούσανε καβούκι απο χελώνα. Yπάρχει μια περιγραφή, στον Ομηρικό ύμνο του Ερμή, για τον τρόπο κατασκευής του συγκεκριμένου οργάνου. Πως δηλαδή ο Ερμής έφτιαξε μια λύρα από καβούκι χελώνας, δέρμα βοδιού και εντέρινες χορδές για να την κάνει δώρο στον Απόλλωνα.
Όπως καταλαβαίνουμε, λοιπόν, η λύρα σχετίζεται με τη λατρεία του θεού Απόλλωνα. Είναι το μουσικό όργανο που μαθαίναν όλοι οι κάτοικοι στην αρχαία Ελλάδα και όχι μόνο οι επαγγελματίες, των οποίων το όργανο ήταν η κιθάρα. Επομένως, η λύρα είναι ένα όργανο που εισάγει τους νέους της εποχής στην μουσική παιδεία, αλλα γενικότερα στη μελέτη των μαθηματικών, ακόμα και των πλανητικών συστημάτων. Οι αναφορές που έχουμε σχετικά με το πλήθος των χορδών για την Αρχαία Ελληνική λύρα, διαφέρει ανάλογα την εποχή που μελετάμε. Yπάρχουν αναφορές για τρείς, για πέντε, για επτά και για περισσότερες χορδές, αλλα η επικρατέστερη για πάρα πολλούς αιώνες, είναι η επτάχορδη λύρα. Στις παραστάσεις που βλέπουμε πάνω σε αγγεία συναντάμε, κυρίως, ξύλινους ζυγούς αλλα υπάρχουν και αναφορές, σε μουσικά κείμενα της εποχής, που χρησιμοποιούσανε αντί για ξύλο, κέρατο.
Περιγραφή
Το αρχαιοελληνικό όργανο διέθετε ένα αντηχείο κατασκευασμένο από όστρακο χελώνας, καλυμμένο με δέρμα βοδιού. Δύο ξύλινοι βραχίονες, οι λεγόμενοι πήχεις, ήταν καρφωμένοι στο αντηχείο. Στο επάνω μέρος τους, οι βραχίονες αυτοί, ενώνονταν μεταξύ τους μέσω ενός άλλου βραχίονα, του ζυγού. Τα άνω άκρα των χορδών ήταν δεμένα στον ζυγό με στριφτάρια ή κλειδιά, τους κόλλοπες. Τα κάτω άκρα των χορδών ήταν στηριγμένα στο κάτω μέρος του αντηχείου, μέσω ενός μεταλλικού μέρους, του χορδοτόνιου. Οι χορδές ήταν κατασκευασμένες από έντερα ζώων και τοποθετούνταν σε αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα, με τη χορδή χαμηλότερου τονικού ύψους να είναι η πιο κοντινή στον οργανοπαίκτη. Οι δονήσεις των χορδών μεταφέρονταν στο αντηχείο μέσω μιας ξύλινης γέφυρας (μαγάδιον), της οποίας το κάτω μέρος εφαπτόταν πλήρως με το δέρμα. Αν και γραπτές ενδείξεις δεν υπάρχουν σχετικά με την ύπαρξη εσωτερικής ενίσχυσης του οργάνου, ώστε το κέλυφος να αντέχει την πίεση που δέχεται από το δέρμα, οι ειδικοί συμπεραίνουν ότι τον ρόλο αυτόν έπαιζε ένα κομμάτι ξύλου – ο δόνακας. Τέλος, η νύξη των χορδών γινόταν με πλήκτρο.